ημερώνω

ημερώνω
και μερώνω (AM ἡμερῶ, -όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος]
1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω
2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ
3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω
νεοελλ.
1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι, ησυχάζω, μαλακώνω («όντας μ' απομακρύνεσαι, κλαίω και δε μερώνω», δημ. τραγ.)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω
μσν.
1. μετριάζομαι, λιγοστεύω
2. συμφιλιώνομαι με κάποιον
αρχ.
1. (για γη) καλλιεργώ
2. (για χώρα) καθαρίζω τη γη απαλλάσσοντάς την από θηρία και ληστές («ναυτιλίαισί τε πορθμόν ἁμερώσαις», Πίνδ.)
3. υποτάσσω («ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον τὴν ἐξυβρίσασαν», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημερώνω — ημερώνω, ημέρωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ημερώνω : χρησιμοποιείται και με την έννοια του ημερώνομαι (→ γίνομαι ήμερος ή καταπραΰνομαι, μαλακώνω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (η)μερώνω — (η)μέρωσα, (η)μερώθηκα, (η)μερωμένος 1. μτβ., δαμάζω: Τα κατοικίδια ζώα ήταν στην αρχή άγρια και ημερώθηκαν από τον άνθρωπο. 2. εξευγενίζω, εκπολιτίζω: Ημερώνω τα ένστικτα. – Ημερώνω ένα λαό. 3. αμτβ., καθησυχάζω, γίνομαι ήμερος: Είναι τόση η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… …   Dictionary of Greek

  • διημερώ — ( όω) (Α) [ημερώ] 1. κάνω κάτι εντελώς ήρεμο 2. (για γη) ημερώνω, καλλιεργώ …   Dictionary of Greek

  • δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] …   Dictionary of Greek

  • εκμειλίσσω — ἐκμειλίσσω (AM) καταπραΰνω, ημερώνω …   Dictionary of Greek

  • ημέρωμα — και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) [ημερώνω] νεοελλ. εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός αρχ. το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό …   Dictionary of Greek

  • ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ημερωμός — και μερωμός, ο [ημερώνω] 1. εξημέρωση, καταπράυνση 2. φρ. «δεν έχω (η)μερωμό» α) δεν μπορώ να ημερέψω β) δεν μπορώ να ησυχάσω, να ηρεμήσω …   Dictionary of Greek

  • κτιλεύω — (Α) [κτίλος] ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”